- ουσνέα
- (usnea). Ασκολειχήνας-δικσολειχήνας της οικογένειας των ουονεϊδών, με περίπου 80 είδη. Χαρακτηρίζονται από θυσανωτό θαμνόμορφο θαλλό, άλλοτε νηματοειδή, κυλινδρικό, άλλοτε αυλακωτό, λείο ή θηλώδη και άλλοτε κιτρινόχρωμο σε όλο το μήκος. Στην Ελλάδα ευδοκιμούν 6 είδη γνωστά ως δενδρομαλιές, νεραϊδόχορτα και νεραϊδονήματα.
Τα είδη αυτά, με την επιστημονική τους ονομασία, είναι: ο. η κερατίνη, ο. η αρθρωτή, ο. η πτυχωτή, ο. η δασύτινους, ο. η αδρότριχη και ο. η πολυανθής.
* * *ηβοτ. γένος λειχήνων που ανήκει στους υμενοασκολειχήνες, τής τάξης λεκανορώδη, ορισμένα είδη τού οποίου χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. usnea < αραβ. ushnah «βρύο»].
Dictionary of Greek. 2013.